Διάγνωση του διαβήτη
1. Τι συμπτώματα προκαλεί ο διαβήτης;
Ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται ο διαβήτης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και κυρίως από τον τύπο του διαβήτη. Γενικά ο τύπος 1 είναι αυτός που είναι πιθανότερο να εκδηλωθεί ξαφνικά (και σε μικρότερη ηλικία), με τα θορυβώδη συμπτώματα της οξείας επιπλοκής του (διαβητική κετοξέωση), ενώ ο τύπος 2 συνήθως ακολουθεί πιο ήπια-ύπουλη πορεία ή μπορεί να είναι ακόμα και τελείως ασυμπτωματικός.
Πάντως συμπτώματα που μπορεί να υπάρχουν και θεωρούνται κλασικά για κάθε τύπο διαβήτη είναι:
- Πολλά ούρα (πολυουρία) που οφείλεται στο ότι, όταν υπάρχει πολύ ζάχαρο στο αίμα, αυτό διαφεύγει και στα ούρα παρασύροντας και νερό. Αυτή η απώλεια νερού με τα ούρα προκαλεί και κάποιου βαθμού αφυδάτωση με αποτέλεσμα…
- … στεγνό στόμα (ξηροστομία) και ανάγκη για πολύ νερό (πολυδιψία). Τα πολλά ούρα λοιπόν δεν οφείλονται στο ότι οι ασθενείς πίνουν πολύ νερό, αλλά το αντίθετο (θέλουν πολύ νερό επειδή έχουν πολλά ούρα). Κάποιοι κάνουν το μεγάλο λάθος να προσπαθούν να μην πίνουν νερό, γιατί τους ενοχλεί που πηγαίνουν συνέχεια στην τουαλέτα!
- Απώλεια βάρους μπορεί να συμβεί, γιατί η έλλειψη ινσουλίνης αφήνει τα κύτταρα χωρίς θρεπτικά συστατικά και χωρίς ενέργεια. Έτσι ο ασθενής αδυνατίζει, αλλά αυτό που χάνει δεν είναι λίπος, είναι κυρίως μυϊκή μάζα. Αυτή η απώλεια βάρους συμβαίνει παρόλο που το άτομο δεν έχει μειώσει το πόσο τρώει, αλλά μπορεί αντιθέτως…
- … να τρώει ακόμα περισσότερο από πριν (πολυφαγία), σε μια προσπάθεια του οργανισμού να βρει αυτά τα θρεπτικά συστατικά που λείπουν από τα κύτταρα.
- Άλλα συμπτώματα που μπορεί να παρουσιαστούν είναι εύκολη κούραση (από έλλειψη ενέργειας), θολή όραση (από συσσώρευση γλυκόζης στο φακό του ματιού, η οποία προσελκύει και νερό και προκαλεί προσωρινό «φούσκωμα» του φακού), κράμπες στα πόδια, φαγούρα και μυκητιάσεις στα γεννητικά όργανα κ.ά.
Τα παραπάνω συμπτώματα όμως, όπως είπαμε, μπορεί να λείπουν και τελείως (κυρίως στον τύπο 2). Οπότε δεν είναι καθόλου απίθανο η πρώτη εμφάνιση του διαβήτη (ο οποίος μπορεί να «δουλεύει» αδιάγνωστος για 5, 10 ή και περισσότερα χρόνια) να γίνει με τα συμπτώματα κάποιας από τις επιπλοκές του.
2. Πώς μπαίνει η διάγνωση του διαβήτη;
Ο διαβήτης είναι μια πάθηση που, από τη στιγμή της διάγνωσης, ακολουθεί τον ασθενή σε όλη του τη ζωή. Γι’ αυτό η διάγνωση πρέπει να μπαίνει με πολύ προσοχή και με βάση πολύ συγκεκριμένα κριτήρια:
- Όταν το σάκχαρο του αίματος (το πρωί, με το άτομο νηστικό) είναι ≥126 mg/dl και αυτό επιβεβαιωθεί και σε δεύτερη μέτρηση κάποια άλλη μέρα.
ή…
- Όταν το σάκχαρο αίματος (σε τυχαία μέτρηση, άσχετα από την ώρα ή από το αν το άτομο έχει φάει) είναι ≥200mg/dl και υπάρχουν και κλασικά συμπτώματα διαβήτη.
ή…
- Όταν στην κλασική δοκιμασία ανοχής της γλυκόζης (2 ώρες μετά τη χορήγηση 75g γλυκόζης) το σάκχαρο είναι ≥200mg/dl (ακόμα και χωρίς συμπτώματα).
ή…
- Όταν η «γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη» είναι >6,5% (επιβεβαιωμένη σε δύο μετρήσεις), με την προϋπόθεση ότι η μέτρηση έχει γίνει με μέθοδο αναφοράς πιστοποιημένη από το Εθνικό Πρόγραμμα Τυποποίησης της Γλυκοζυλιωμένης Αιμοσφαιρίνης (NGSP).
3. Τι είναι η «καμπύλη σαχκάρου»;
Η δοκιμασία ανοχής της γλυκόζης (ή πιο ανεπίσημα: «καμπύλη σακχάρου») χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν αμφιβολίες για τη διάγνωση του διαβήτη και γίνεται ως εξής:
- Το άτομο πάει στο μικροβιολογικό εργαστήριο το πρωί, νηστικό (μπορεί να έχει πιει μόνο νερό). Τις προηγούμενες 3 μέρες έχει φάει ελεύθερα (έτσι ώστε να έχει πάρει αρκετούς υδατάνθρακες και το πάγκρεάς του να έχει «ξυπνήσει» καλά, για να μπορέσει να ανταποκριθεί όσο γίνεται καλύτερα στη δοκιμασία).
- Στο εργαστήριο παίρνουν μια μικρή ποσότητα αίματος για έλεγχο του σακχάρου (αιμοληψία πάντα από τη φλέβα, όχι από το δάκτυλο).
- Ο εξεταζόμενος πίνει ένα ποτήρι νερό, μέσα στο οποίο έχουν διαλυθεί 75g άνυδρης γλυκόζης (μια σκόνη γλυκόζης που μπορεί να πάρει ο εξεταζόμενος από το φαρμακείο). Επειδή είναι πολύ γλυκό, δεν χρειάζεται να είναι «μονορούφι», αλλά πρέπει να είναι σίγουρα μέσα σε 5-10 λεπτά.
- Ακολουθούν 2 βαρετές ώρες, κατά τις οποίες ο εξεταζόμενος πρέπει να παραμείνει καθιστός σε μια καρέκλα, να μην καπνίσει και, εννοείται, να μη φάει τίποτα.
- Στις 2 ώρες γίνεται άλλη μια αιμοληψία για δούμε πόσο έχει ανέβει το σάκχαρο.
Φυσιολογικά, το σάκχαρο στις 2 ώρες πρέπει να είναι κάτω από 140 mg/dl. Η διάγνωση του διαβήτη μπαίνει αν το σάκχαρο έχει φτάσει (ή ξεπεράσει) τα 200 mg/dl. Οι ενδιάμεσες τιμές χαρακτηρίζονται ως «διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη» (βλ. την επόμενη ερώτηση).
Ειδική περίπτωση είναι ο διαβήτης της κύησης. Συνήθως η δοκιμασία ανοχής γίνεται ανάμεσα στην 24η και την 28η εβδομάδα. Ενώ παλαιότερα χρησιμοποιούνταν διαφορετικές ποσότητες γλυκόζης, πλέον και στην κύηση χρησιμοποιούνται 75γραμμάρια. Οι τιμές που θέτουν τη διάγνωση είναι: σάκχαρο νηστείας >92mg/dl, στη 1 ώρα >180mg/dl, στις 2 ώρες >153mg/dl (μία παθολογική τιμή αρκεί).
4. Υπάρχει «προδιαβήτης»;
Ναι, υπάρχει. Δεν ταυτίζεται με την «προδιάθεση» που μπορεί να έχει κάποιος να αναπτύξει διαβήτη (η οποία παραπέμπει περισσότερο σε πιθανότητα με βάση γενετικούς-κληρονομικούς παράγοντες και δεν αποτελεί η ίδια μια διαταραχή). Με τον όρο «προδιαβήτης» χαρακτηρίζονται δύο καταστάσεις, δύο διαταραχές, που παρότι δεν είναι επίσημα διαβήτης, ξεφεύγουν από τα φυσιολογικά όρια του υγιούς και συνοδεύονται από αυξημένη πιθανότητα εκδήλωσης διαβήτη στο μέλλον. Αυτές οι καταστάσεις είναι:
- Διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας (IFG – Impaired Fasting Glucose). Ορίζεται ως πρωϊνό σάκχαρο 100-125 mg/dl (νηστικός). Κάτω από 100 είναι το φυσιολογικό, ενώ από 126 και πάνω είναι διαβήτης.
- Διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη (IGT – Impaired Glucose Tolerance). Βρίσκεται με τη δοκιμασία ανοχής της γλυκόζης και ορίζεται ως σάκχαρο στις 2 ώρες 140-199 mg/dl. Κάτω από 140 είναι το φυσιολογικό, ενώ πάνω από 200 είναι διαβήτης.
Η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (ADA) έχει συμπεριλάβει σε αυτήν την κατηγορία αυξημένου κινδύνου για ανάπτυξη διαβήτη και όσα (μη διαβητικά) άτομα έχουν γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη μεταξύ 5,7% και 6,4%. Όμως στην Ευρώπη συνήθως η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη δεν χρησιμοποιείται γι’ αυτό το σκοπό.
Από τη στιγμή που θα διαπιστωθεί κάποιο από τα παραπάνω, θα πρέπει να υπάρχει τακτικότερος έλεγχος (τουλάχιστον μια φορά το χρόνο ή το 6/μηνο). Οι καταστάσεις αυτές δεν είναι μόνιμες. Συνήθως μπορούν (και πρέπει) να υποχωρήσουν, κυρίως με σωστή δίαιτα, απώλεια βάρους και συστηματικό πρόγραμμα άσκησης, έτσι ώστε να μην προχωρήσουν σύντομα σε «επίσημο» διαβήτη.
5. Πώς ξεχωρίζουμε τους διάφορους τύπους διαβήτη;
Από τη στιγμή της διάγνωσης, συνήθως υπάρχει σαφής υποψία (αν όχι βεβαιότητα) για τον τύπο του διαβήτη. Για παράδειγμα, ένας παχύσαρκος μεσήλικας, που δεν αθλείται, έχει οικογενειακό ιστορικό διαβήτη τύπου 2 και ανακάλυψε τον διαβήτη σε τυχαία εξέταση (χωρίς συμπτώματα), σαφώς έχει διαβήτη τύπου 2. Αντίθετα, ένας λεπτόσωμος έφηβος με θορυβώδη και ξαφνική συμπτωματολογία πάσχει από διαβήτη τύπου 1.
Διαφοροδιαγνωστικό πρόβλημα υπάρχει σε περιπτώσεις με ενδιάμεσα ή ασαφή χαρακτηριστικά, συνήθως σε ενηλίκους χωρίς ιδιάιτερα συμπτώματα, όπου συνήθως το ερώτημα είναι αν πρόκειται για διαβήτη τύπου 2 ή για αυτοάνοσο διαβήτη τύπου LADA (ή και τύπου 1). Στις περιπτώσεις αυτές βοηθά η μέτρηση των αυτο-αντισωμάτων (συνηθέστερα AntiGAD-65 και ΙΑ2), τα οποία συνήθως βρίσκονται θετικά σε αυτοάνοσο διαβήτη (σχετικά πρόσφατης έναρξης) αλλά όχι στον τύπο 2. Ο καθορισμός του τύπου με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο θα κατευθύνει τις θεραπευτικές μας επιλογές, αλλά και θα καθορίσει τις παροχές που δικαιούται ο κάθε ασθενής (πχ επίδομα αναπηρίας, συμμετοχή στα φάρμακα κτλ).